- ἔκτισα
- ἔκτῑσα , ἐκτίνωpay offaor ind act 1st sg (homeric ionic)κτίζωpeopleaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτίζω — και χτίζω έκτισα και έχτισα, κτίστηκα και χτίστηκα, κτισμένος και χτισμένος 1. οικοδομώ. 2. φράζω με τοίχο. 3. ιδρύω πόλη. 4. δημιουργώ από το μηδέν: Ο Θεός έκτισε τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔκτισ' — ἔκτισι , ἔκτεισις payment in full fem voc sg ἔκτῑσαι , ἐκτίνω pay off aor imperat mid 2nd sg ἔκτῑσα , ἐκτίνω pay off aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔκτῑσε , ἐκτίνω pay off aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔκτισα , κτίζω people aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)